Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωκόλ — το, Ν άκλ. βλ. φοκόλ … Dictionary of Greek
φοκόλ — και φωκόλ, το, Ν άκλ. ανδρικό κολάρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. faux col «πρόσθετο περιλαίμιο»] … Dictionary of Greek